***
ΣΤΕΦΑΝΙ
(φόρος τιμής στον Καρυωτάκη)
Θλιμμένος και κατακόρυφος χάραξ, τα σώματα
αναβοσβήνουν όταν φθίνουν οι μέρες
όπως ένα στερέωμα
από ερωτήσεις, φωτογράμματα, γραμμές
σχεδόν σκιαγραφημένες στο ζεσταμένο αλάτι του χειλιού.
Και πέφτουν, το 'να πίσω απ' τ' άλλο, χόβολη και σκιόφως
στη μία και μοναδική θριαμβευτική στιγμή.
Ιδού η κούραση
ειπωμένη εδώ και καιρό στον λευκό θόρυβο των δέντρων
ή στα ραδιόφωνα που δεν εκπέμπουν παρά μόνο το λιτό διάγγελμα της στάχτης.
Εξέδωσαν με μεγάλα γράμματα τις τελευταίες απογευματινές πληγές
και πίσω από τα σώματα το παιδί μαζεύεται και τρέμει,
διαπερασμένο από τον πιο στοιχειώδη μέλλοντα.
Ξαφνικά ακούμε, εκείνη την χλιαρή και άχρωμη λαλιά
που επεκτείνει τα δάχτυλα της στο δέρμα
ώσπου να μας χαιδέψει την καρδιά του φόβου.
Ένας μυθολογικός άερας κρούει --των προγόνων μουσική-- τη μνήμη,
και ένα πλήθος από βλέμματα διαφέγγουν την νύχτα,
αρχαίο άλογο διαλάλυσμα, προαγγελτικό και ιεροπρεπή.
Και πιάνουμε τα χέρια μας (τα δικά σου, τα δικά μου, ολονών),
σαν ύστατο στήριγμα, μια προστατευτική χειρονομία
ή μία απλή επιθυμία τρυφερότητας˙
και κατακόρυφοι και θλιμμένοι, πολύ θλιμμένοι, αφηνόμαστε στην πτώση
εκεί όπου μας καλεί η νύχτα
το ίδιο με ένα στεφάνι σιωπής
σαν ευγενικά πέταλα ύπνου
(διότι ξέρουμε
ότι ένα σώμα δεν είναι παρά η συνέχεια κάποιου άλλου).
Traducción: Cristina Rorris Michos