domingo, 15 de junio de 2014

Dos reseñas de Los trinos que se extinguen, por Marta López Vilar y Mario Domínguez Parra

Estos días he tenido la alegría de encontrarme con dos espléndidas y generosísimas reseñas de mi traducción del primer poemario de María Polydouri, Los trinos que se extinguen (Vaso Roto Ediciones).

La primera la firma la poeta Marta López Vilar, y ha sido publicada en el último número de la Revista Puentes de Crítica Literaria y Cultural. Dejo aquí un escaneo de las páginas (un click para ampliar):


La segunda reseña viene a cargo de Mario Domínguez Parra, magnífico helenista y traductor, y ha sido publicada en el último número de la siempre recomendable revista Nayagua, que edita en formato digital la Fundacíon Centro de Poesía José Hierro. Dejo aquí el enlace (pp. 258-265):

http://www.cpoesiajosehierro.org/web/uploads/pdf/993d8ed59db9145454aabf4656251a73.pdf

¡Muchísimas gracias!

viernes, 6 de junio de 2014

Presentación en Atenas de la Antología de poesía hispánica contemporánea de Ati Solerti

Nos escribe la magnífica poeta y traductora griega Ati Solerti, contándonos que el próximo 13 de junio se presentará en el Instituto Cervantes de Atenas su antología y traducción de poesía hispánica contemporánea. Un servidor ha tenido el gran honor de ser incluido allí, junto a poetas de la talla de Olga Bernad, Jordi Doce, Jeannette Clariond, Jesús Jiménez Domínguez, Julieta Valero, Marta Agudo, entre otros. El epílogo de este volumen lo firma Mario Domínguez Parra. Dejo aquí la versión que hizo Ati Solerti, para su antología, de un poema mío, inédito (aunque formará parte de un próximo libro). Aquí, un enlace al poema "original".

Mi infinita gratitud a Ati Solerti por su excelente trabajo, por su generosidad, por su regalo. ¡Quién pudiera estar en Atenas el día 13, escuchando, siempre asombrado como un Aulo Gelio cualquiera!

***

Αττικές Νύχτες

Ο Αύλος Γέλλιος, ρωμαίος μαθητής, γράφει στα λατινικά τις νύχτες της Αθήνας. Γράφει ένα βιβλίο άπειρο, παράλογο, που εγώ ποτέ δεν θα τελειώσω να διαβάζω. Και τα λατινικά του είναι τόσο επίπεδα, τόσο απροστάτευτα σαν τον χειμώνα που ποιμαίνει αστέρια στον άδειο δρόμο κάτω απ’ το παράθυρό του. Φαντάζομαι το παράθυρο, στενό, ασφυκτικό, και το νωχελικό βλέμμα του μαθητή, ανακρίνοντας τη νύχτα των ελλήνων ̇ και το λερωμένο τραπέζι όπου πολλαπλασιάζεται το σάλεμα των χαρτιών του, τη μπαγιάτικη μυρωδιά της μελάνης, τα πειθαρχημένα αυλάκια της μοναξιάς του. Και τα λατινικά που επιστρέφουν κάθε νύχτα για να ανοίξουν τα απότομα χείλη τους, με την προφορά τους του αρότρου και του θολωμένου αίματος: εκείνα τα βαθύφωνα λατινικά που εμφανίζονται σαν μια χειρονομία ξένη πάντα και μετατοπισμένη, ένας κουφός παλμός, ο υπαινιγμός ενός φιλιού σε λάθος χρόνο μέσα στην πιο ψυχρή σιωπή της αττικής νύχτας, παράξενη σιωπή που δίνεται μονάχα μέχρις ότου οι έλληνες να γίνουν ικανοί να εγκαταλείψουν τους δρόμους τους. Γιατί η Αθήνα χωρίς έλληνες δεν είναι παρά μια βιτρίνα από πέτρα, ένα πικρό τσαμπί από κίονες και προγόνους, ένας λαβύρινθος που περιστρέφεται και περιστρέφεται με τον νεαρό Αύλο Γέλλιο στο κέντρο του, ανίκανο πάντα να κοιμηθεί, στο τελευταίο στάδιο ασθενή από παραδοξότητα, που γράφει στα λατινικά όλα όσα μαθαίνει ή έχει μάθει ή πίστεψε πως έμαθε από τους έλληνες ̇ και ξετυλίγει τις πιο αλλόκοτες της γνώσης διαδρομές. Ίσως ο Αύλος Γέλλιος να έχει υποψιαστεί αφού η γνώση είναι μία ενόχληση στα πλευρά, επανερχόμενη σε ορισμένες ώρες της αυγής. Ένα πεισματικό σκουλήκι που σκαλίζει τη συνείδηση όταν όλα συγκλίνουν σε κάτι που μοιάζει με μια βεβαιότητα. Και κάθε σημείο φωτός ή σκιάς στη φωτογραφία σου είναι μια ερώτηση ανάμεσα στις τόσες που ο Αύλος Γέλλιος κι εγώ διατυπώνουμε στην τύχη για να συνθέσουμε ένα όλο τελείως ακατανόητο. Ποιος αριθμός σπασμένων κνημών θα συνιστούσε το όνειρο του Πυθαγόρα; Ποιον διέσωζε απ’ τη λήθη ο Θερβάντες όταν με το χέρι που δεν είχε αυνανιζόταν; Πόσα χελιδόνια μπορεί ο χειμώνας να αποδεχτεί χωρίς να καταρρεύσει; Ποιος θυμάται πια τον Αύλο Γέλλιο, τον ρωμαίο μαθητή; Ίσως, ίσως αυτός έχει πια καταλάβει πως το σύμπαν είναι μια συναισθηματική κατασκευή. Και η αγάπη, όπως ήθελε η Σαπφώ, εγείρεται με τη δύναμη της θέλησης της μέλισσας. Εγώ δεν αγαπώ την Αθήνα, αλλά η Αθήνα υπάρχει επειδή ο Αύλος Γέλλιος κάθε νύχτα σε αγρυπνία παραμένει, κάθε νύχτα συντηρώντας την ορμητική του αγάπη για την πολιτεία που δεν τον ακούει. Η Αθήνα υπάρχει επειδή ο Αύλος Γέλλιος στην Αθήνα μαθητεύει με μια προσκόλληση γειτονική σχεδόν με το παραλήρημα. Όχι, εγώ δεν αγαπώ την Αθήνα, αλλά ο Αύλος Γέλλιος στη βασανισμένη του ευρυμάθεια ξύπνιο με διατηρεί, σ’ αυτή την αϋπνία την τρομερά παγανιστική, και δεν με αφήνει να κοιμηθώ, και δεν με αφήνει να σε ξεχάσω, και μου περιπλέκει τα βλέφαρα στα χαρτιά του κάτω από τη λακωνική σαφήνεια της απουσίας σου.

(Ανέκδοτο)

(Μετάφραση: Άτη Σολέρτη
Traducción: Ati Solerti)

miércoles, 4 de junio de 2014

Abdicación

El rey abdica, y en estos días de repentina heráldica me ha dado por recordar los últimos minutos de la maravillosa "Excalibur" de John Boorman (con guión del propio Boorman y Rospo Pallemberg sobre la aburridísima y esquemática "Muerte de Arturo" de Sir Thomas Malory). Al final de "Excalibur", el rey Arturo, herido de muerte, o muerto ya (tanto da), es conducido en una barcaza de hadas hacia la legendaria isla de Avalon de los viejos celtas. De fondo suena Wagner, solemne y trágico. Pero igual podrían sonar los Roxy Music: ¿no es Brian Ferry la versión glam de Wagner? El rey abdica, y acaso también con él lo hace nuestra juventud. Hacia la isla de Avalon navega una generación entera, junto a Naranjito, Espinete y Juan Carlos Primero.