OPTIMISMO
Supongamos que no hemos llegado
al negro fin del camino, al fondo de la mente.
Supongamos que vinieron los bosques
con el regio equipaje de una mañana
triunfante, con pájaros, con el cielo claro,
con el sol que habrá de transitar por ellos.
Supongamos que estamos allá lejos,
en tierras que el occidente, el norte ignoran,
y echamos al aire nuestros abrigos
mientras nos miran los nativos, intrigados y serios.
Alguna dama, para acogernos con ternura,
dispensó por todo el día a sus sirvientes.
Supongamos que la talla de nuestro sombrero
se ensancha de repente, pero encogen y se nos pegan
los pantalones y, que a un golpe de espuela,
mil caballos arrancan al galope.
Marchamos —las enseñas al viento—
héroes cruzados, salvadores del Salvador.
Supongamos que no hemos llegado
por cientos de caminos a los confines del silencio,
y cantemos —que sea la canción
cual fanfarria victoriosa, estallido de un grito—
a los rojos demonios en la entraña de la tierra,
y sobre la tierra a los hombres para su regocijo.
(Traducción: Juan Manuel Macías)
***
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράση.
Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθή κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Ας υποθέσουμε πως του καπέλλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε —σημαίες στον άνεμο χτυπούν—
ήρωες σταυροφοόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, —το τραγούδι να μοιάση
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής—
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάση.